- εμπολητος
- ἐμπολητόςἐμ-πολητός3купленный или проданный Soph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εμπολητός — ἐμπολητός, ή, όν (Α) αυτός που αγοράστηκε, αγορασμένος, αγοραστός … Dictionary of Greek
οὑμπολητός — ἐμπολητός , ἐμπολητός bought masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)